- ἀπολανθάνομαι
- ἀπολανθάνομαι, dub. for ἐκλ-, Longus 3.7.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
απολανθάνομαι — ἀπολανθάνομαι (AM) λησμονώ, ξεχνώ ολότελα … Dictionary of Greek